τεφτεράς

τεφτεράς
ο, Ν [τεφτέρι]
αυτός που κρατάει τεφτέρια, αυτός που γράφει λογαριασμούς σε τεφτέρια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”